προπαρασκευῆς

προπαρασκευῆς
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
fut ind act 2nd sg (doric)
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
fut ind act 2nd sg (doric)
προπαρασκευή
preparation
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… …   Dictionary of Greek

  • CASSIUS Longinus — I. CASSIUS Longinus Iurisconsultus, quod Cassii Caesaris percussoris nomen, et stemmata haberet, iussus est a Nerone mori. Pronepos fuit Servii Sulpitii ac eques Romanus. Tranquillus, Ner. c. 37. II. CASSIUS Longinus Philosophus, omnium sui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιφνιδιασμός — Στην πολεμική τέχνη α. ονομάζεται η πολεμική ενέργεια που προετοιμάζεται με άκρα μυστικότητα και εκτελείται με μεγάλη ταχύτητα με σκοπό να ανατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιπάλων, καταλαμβάνοντας απροετοίμαστο –για μια τέτοια ενέργεια–… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 …   Dictionary of Greek

  • δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”